Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Minderlieferung“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Minderlieferung <-, -en> SUBST θηλ ΝΟΜ

Minderlieferung

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Dazu kamen die kriegsbedingten Minderlieferungen von Kohle und der Mangel an Arbeitskräften wegen der Einberufungen.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Minderlieferung" σε άλλες γλώσσες

"Minderlieferung" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский