Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Liquiditätsklemme“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Liquiditätsklemme <-, -n> SUBST θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Liquiditätsklemme

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Da Banken im heutigen Sinne noch nicht existierten, war dies die einzige Möglichkeit für in einer Liquiditätsklemme steckende Bürger, vorübergehend Geld zu erlangen.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Liquiditätsklemme" σε άλλες γλώσσες

"Liquiditätsklemme" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский