Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Leistungszeitraum“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Leistungszeitraum <-(e)s, -räume> SUBST αρσ ΝΟΜ

Παραδειγματικές φράσεις με Leistungszeitraum

Leistungszeitraum einer Versicherung

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
In der Folge werden die Kosten über den Leistungszeitraum amortisiert.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Leistungszeitraum" σε άλλες γλώσσες

"Leistungszeitraum" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский