Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Kurzstreckenlauf“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Kurzstreckenlauf <-(e)s, -läufe> SUBST αρσ ΑΘΛ

Kurzstreckenlauf

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Der Kurzstreckenlauf ist die älteste olympische Disziplin.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Kurzstreckenlauf" σε άλλες γλώσσες

"Kurzstreckenlauf" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский