Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Kurshöhe“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Kurshöhe <-, -n> SUBST θηλ (an der Börse)

Kurshöhe

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Wie bei Online-Brokern für Aktien können Kunden Orderzusätze hinsichtlich Dauer und Kurshöhe anbringen.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Kurshöhe" σε άλλες γλώσσες

"Kurshöhe" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский