Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Inkassoberechtigung“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Inkassoberechtigung <-, -en> [ɪnˈkaso-] SUBST θηλ ενικ ΝΟΜ

Inkassoberechtigung

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Inkassoberechtigung" σε άλλες γλώσσες

"Inkassoberechtigung" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский