Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Ganovin“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Ganove <-n, -n> [gaˈnoːvə] SUBST αρσ

1. Ganove (Verbrecher):

2. Ganove (als Schimpfwort):

αλήτης αρσ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
So macht er sich am nächsten Tag auf eine Kneipentour, in der Hoffnung, die laszive Ganovin wiederzufinden.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Ganovin" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский