Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Fron Fronarbeit“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Fron(arbeit) <-, -en> [froːn-] SUBST θηλ

1. Fron(arbeit) (harte Arbeit):

2. Fron(arbeit) ΙΣΤΟΡΊΑ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Fron Fronarbeit" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский