Γερμανικά » Ελληνικά

Freiwillige(r) <-n, -n> [ˈfraɪvɪlɪgɐ] SUBST mf

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский