Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Erwerbsausfall“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Erwerbsausfall <-(e)s, -ausfälle> SUBST αρσ

Erwerbsausfall ΟΙΚΟΝ CH:

Erwerbsausfall (Verdienstausfall)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Der zu ersetzende Schaden bemisst sich nach dem jeweiligen Erwerbsausfall.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Erwerbsausfall" σε άλλες γλώσσες

"Erwerbsausfall" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский