Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Einheitstäterbegriff“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Einheitstäterbegriff <-(e)s, -e> SUBST αρσ ΝΟΜ

Einheitstäterbegriff

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Im Bereich der Fahrlässigkeitsdelikte gilt der Einheitstäterbegriff.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Einheitstäterbegriff" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский