Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Beweisanwalt“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Beweisanwalt (-wältin) <-(e)s, -wälte> SUBST αρσ (θηλ) ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Beweisanwalt" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский