Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Balsamessig και abschüssig

Balsamessig <-s, -e> SUBST αρσ

abschüssig [ˈapʃʏsɪç] ΕΠΊΘ

1. abschüssig (Gelände):

2. abschüssig (Küste):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Balsamicoessig" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский