Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Krebsgeschwulst , Geschwulst και Schwulst

Krebsgeschwulst <-, -schwülste> SUBST θηλ ΙΑΤΡ

Geschwulst <-, Geschwülste> [gəˈʃvʊlst] SUBST θηλ

1. Geschwulst (Tumor):

όγκος αρσ

2. Geschwulst (Schwellung):

οίδημα ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский