Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Autolenker και autoritär

Autolenker(in) <-s, -> SUBST αρσ(θηλ) CH

Autolenker s. Autofahrer

Βλέπε και: Autofahrer

Autofahrer(in) <-s, -> SUBST αρσ(θηλ)

autoritär [aʊtoriˈtɛːɐ] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский