Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Ausfuhrgeschäft“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Ausfuhrgeschäft <-(e)s, -e> SUBST ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Ausfuhrgeschäft

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Nach Beendigung der Inflation belebte sich ab Mitte der 1920er Jahre das Ausfuhrgeschäft wieder.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Ausfuhrgeschäft" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский