Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Anleiheagio“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Anleiheagio <-s, -s> [-aːʤo] SUBST ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Anleiheagio" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский