Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Anlaufkosten“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Anlaufkosten SUBST πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Anlaufkosten
Anlaufkosten
αρχικά έξοδα ουδ πλ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Damit sollen hohe, den Etat belastende Anlaufkosten vermieden werden.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Anlaufkosten" σε άλλες γλώσσες

"Anlaufkosten" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский