Γερμανικά » Ελληνικά

Alliierte(r) <-n, -n> SUBST mf ΠΟΛΙΤ

alliiert [aliˈiːɐt] ΕΠΊΘ ΠΟΛΙΤ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский