Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξαναγκαστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξαναγκαστικ|ός <-ή, -ό> [ɛksanaŋgastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

εξαναγκαστικός
Zwangs-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский