Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμνηστεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμνηστ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [amnisˈtɛvɔ] VERB μεταβ

αμνηστεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский