Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αιματώνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αιματώ|νομαι <-θηκα> [ɛmaˈtɔnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα (περιοχή του σώματος)

αιματώνομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский