Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Rekord , Dekor και Ganove

Ganove <-n, -n> [gaˈnoːvə] SUBST αρσ

1. Ganove (Verbrecher):

2. Ganove (als Schimpfwort):

αλήτης αρσ

Dekor <-s, -s [o. -e] > [deˈkoːɐ] SUBST αρσ o ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский