Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: urchig και Bauxit

Bauxit <-s, -e> [baʊˈksiːt] SUBST αρσ ΓΕΩΓΡ

urchig [ˈʊrçɪç] ΕΠΊΘ CH

urchig s. urig

Βλέπε και: urig

urig [ˈuːrɪç] ΕΠΊΘ

1. urig (Mensch):

2. urig (Lokal, Einrichtung):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский