Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: eklig ekelig και bröckelig

bröckelig [ˈbrœkəlɪç] ΕΠΊΘ

1. bröckelig (Brot):

2. bröckelig (Mauer):

ekelhaft, ek(e)lig [ˈeːk(ə)lɪç] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский