Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „streberhaft“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

streberhaft ΕΠΊΘ μειωτ

streberhaft Schüler
fayot(e) οικ
streberhaft Berufstätiger
arriviste οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Durch ihre oft streberhaft wirkende Art fällt es ihr schwer, Freunde zu finden.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"streberhaft" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina