Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: entflammbar , schwererziehbar και schwenkbar

entflammbar [ɛntˈflambaːɐ] ΕΠΊΘ

1. entflammbar:

2. entflammbar χιουμ οικ (begeisterungsfähig):

schwererziehbarπαλαιότ

schwererziehbar → erziehbar

Βλέπε και: erziehbar

schwenkbar ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina