Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „opiumsüchtiger“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

opiumsüchtig ΕΠΊΘ

opiumsüchtiger Mensch
opiomane αρσ θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με opiumsüchtiger

opiumsüchtiger Mensch
opiomane αρσ θηλ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
In einem internen Bericht wurde er als „opiumsüchtig“ und „in hohem Maße bestechlich“ eingestuft.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina