Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „hoho“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

hoho [hoˈhoː] ΕΠΙΦΏΝ (auftrumpfend)

hoho

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
2010 wurde die „Kiepenfrau mit Hoho-Kerl“ als Eichenholz-Statue aufgestellt.
de.wikipedia.org
Der Ortsname geht auf den althochdeutschen Personennamen Hoho mit -ing-Suffix zurück und bedeutet ‚Siedlung des Hoho‘.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "hoho" σε άλλες γλώσσες

"hoho" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina