Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „geifern“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

geifern ΡΉΜΑ αμετάβ

1. geifern (sabbern):

geifern

2. geifern μειωτ (sich gehässig äußern):

geifern
bavasser οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Gutgekleidete Grauköpfe ereiferten sich nicht nur, sie geiferten.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"geifern" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina