Γερμανικά » Γαλλικά

festigen [ˈfɛstɪgən] ΡΉΜΑ tr, r V

Βλέπε και: gefestigt

gefestigt ΕΠΊΘ

gefestigt ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina