Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „fretten“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

fretten [ˈfrɛtn] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα A, νοτιογερμ οικ (sich abmühen)

fretten
se crever οικ
sich fretten [etw zu tun]
se crever à faire qc οικ

Παραδειγματικές φράσεις με fretten

sich fretten [etw zu tun]
se crever à faire qc οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "fretten" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina