Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „entfuhr“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

entfahren* ΡΉΜΑ αμετάβ ανώμ +sein

entfahren Seufzer, Schrei, Fluch:

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Nur einmal entfuhr ihm eine gehässige Äußerung, dass er 1941 seinen jüdischen Studienrat, den er hasste, zum Bahnhof begleitet hätte.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina