Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „durchgewetzt“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

durch|wetzen ΡΉΜΑ μεταβ

durchgewetzt [sein]
[être] usé(e)

Παραδειγματικές φράσεις με durchgewetzt

durchgewetzt [sein]
[être] usé(e)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Es diente als Schutz vor dem Durchwetzen des Hosenbodens sowie gegen Bodennässe und Kälte beim Sitzen.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina