Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Adoleszenz και indolent

Adoleszenz <-; χωρίς πλ> [adolɛsˈtsɛnts] ΟΥΣ θηλ ΙΑΤΡ, ΨΥΧ

indolent [ɪndɔˈlɛnt] ΕΠΊΘ

1. indolent τυπικ (geistig träge, gleichgültig):

2. indolent ΙΑΤΡ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina