Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „betriebsamer“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά

(Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

I . betriebsam ΕΠΊΘ

II . betriebsam ΕΠΊΡΡ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Es folgte eine Periode betriebsamer gesetzgeberischer Tätigkeit, da die Gesetze an die neuen Befugnisse des Bundes angepasst werden musste.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina