Γερμανικά » Γαλλικά

Schopf <-[e]s, Schöpfe> [ʃɔpf, Plː ˈʃœpfə] ΟΥΣ αρσ

1. Schopf:

toupet αρσ

2. Schopf ΟΡΝΙΘ:

aigrette θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina