Γερμανικά » Γαλλικά

Knuff <-[e]s, Knüffe> [knʊf] ΟΥΣ αρσ οικ

Knuff
[légère] bourrade θηλ

knuffen [ˈknʊfən] ΡΉΜΑ μεταβ οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Knuff" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina