Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „willfahren“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

will·fah·ren* <willfahrt, willfahrte, gewillfahrt [o. willfahrt]> [vɪlˈfa:rən] ΡΉΜΑ αμετάβ απαρχ τυπικ

jdm willfahren
jds Bitte willfahren

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

jds Bitte willfahren

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Wenn diese nicht willfahren, dann schlägt sie ihnen den Kopf ab.
de.wikipedia.org
Er ignorierte auch eine Frist, bis zu deren Ablauf er den Wünschen des Konsuls willfahren sollte.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "willfahren" σε άλλες γλώσσες

"willfahren" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文