Γερμανικά » Αγγλικά

strub·be·lig, strubb·lig [ˈʃtrʊb(ə)lɪç] ΕΠΊΘ οικ

strubblig [ˈʃtrʊblɪç] ΕΠΊΘ οικ

strubblig → strubbelig

Βλέπε και: strubbelig

strub·be·lig, strubb·lig [ˈʃtrʊb(ə)lɪç] ΕΠΊΘ οικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

strubbliges Fell

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文