Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „schlappmachen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

schlapp|ma·chen ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

1. schlappmachen (erschöpft aufgeben):

schlappmachen

2. schlappmachen (erschöpft langsamer machen):

schlappmachen

3. schlappmachen (erschöpft umkippen):

schlappmachen
to pass [or βρετ οικ flake] out

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

jdn schlappmachen οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"schlappmachen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文