Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „plaenkeln“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά

(Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

plän·keln [ˈplɛŋkl̩n] ΡΉΜΑ αμετάβ ΣΤΡΑΤ, ΙΣΤΟΡΊΑ

plänkeln a. μτφ
to skirmish a. μτφ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Diese Kampftaktik wurde als Plänkeln bezeichnet.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文