Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „kurztreten“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

kurz|tre·ten ΡΉΜΑ αμετάβ ανώμ +sein

1. kurztreten (sich einschränken):

kurztreten
to go easy οικ

2. kurztreten ΣΤΡΑΤ:

kurztreten

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"kurztreten" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文