Γερμανικά » Αγγλικά

dröh·nen [ˈdrø:nən] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. dröhnen (dumpf widerhallen):

3. dröhnen (dumpf vibrieren):

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "dröhnend" σε άλλες γλώσσες

"dröhnend" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文