Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „anpinseln“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

an|pin·seln ΡΉΜΑ μεταβ οικ

1. anpinseln (anstreichen):

etw [mit etw δοτ] anpinseln

2. anpinseln (mit dem Pinsel anmalen):

etw [an etw αιτ] anpinseln

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"anpinseln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文