Γερμανικά » Αγγλικά

Sieb·zig·jäh·ri·ge(r), 70-Jäh·ri·ge(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

sieb·zig·jäh·rig, 70-jäh·rig ΕΠΊΘ προσδιορ

1. siebzigjährig (Alter):

seventy-year-old προσδιορ
seventy [years old] κατηγορ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Sein siebzigjähriger Vater starb dort.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文