Γερμανικά » Αγγλικά

Kre·dit·hil·fe ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Kredithilfe
jdm die Kredithilfe entziehen

Kredithilfe ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ

Ειδικό λεξιλόγιο
Kredithilfe

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

zinsgünstige Kredithilfe
jdm die Kredithilfe entziehen

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
In der Folge brachen die Börsen ein, sank weltweit die Wirtschaftsleistung, stieg die Arbeitslosigkeit, und zahlreiche Staaten baten um internationale Kredithilfe.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Kredithilfe" σε άλλες γλώσσες

"Kredithilfe" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文