Γερμανικά » Αγγλικά

Ge·henk·te(r) [gəˈhɛŋktə] ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

Gehenkte(r) → Gehängte(r)

Βλέπε και: Gehängte(r)

Ge·häng·te(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

hen·ken [ˈhɛŋkn̩] ΡΉΜΑ μεταβ απαρχ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Αναζητήστε "Gehenkte Gehenkter" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文