Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „rouspéteuse“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

I . rouspéteur (-euse) [ʀuspetœʀ, -øz] οικ ΕΠΊΘ

II . rouspéteur (-euse) [ʀuspetœʀ, -øz] οικ ΟΥΣ αρσ, θηλ

1. rouspéteur (homme):

rouspéteur (-euse)
Meckerfritze αρσ οικ

2. rouspéteur (femme):

rouspéteur (-euse)
Meckerziege θηλ οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Brok est un scientifique sérieux, rouspéteur, sentencieux et qui se voudrait autoritaire.
fr.wikipedia.org
Sulphart : rouennais gouailleur et rouspéteur.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina