Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „rectifieuse“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

rectifieuse [ʀɛktifjøz] ΟΥΣ θηλ

1. rectifieuse (personne):

rectifieuse
Schleiferin θηλ

2. rectifieuse (machine):

rectifieuse

rectifieur [ʀɛktifjœʀ] ΟΥΣ αρσ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
En production industrielle, la rectifieuse est une machine-outil qui permet de faire de la rectification.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina